νοσοποιός — causing sickness masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσοποιόν — νοσοποιός causing sickness masc/fem acc sg νοσοποιός causing sickness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσοποιοί — νοσοποιός causing sickness masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσοποιούς — νοσοποιός causing sickness masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσοποιά — νοσοποιός causing sickness neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσοποιῷ — νοσοποιός causing sickness masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
νοσοποιώ — νοσοποιῶ, έω (Α) [νοσοποιός] 1. προκαλώ νόσο 2. μεταδίδω νόσο σε κάποιον … Dictionary of Greek
νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… … Dictionary of Greek
ԱԽՏԱԳՈՐԾ — ( ) NBH 1 0017 Chronological Sequence: Unknown date ա. νοσοποιός morbum afferens Որ ինչ գործէ կամ պատճառէ զախտ. ախտարար. *Յաղագս չար կերակրոց, եւ կամ յաղագս որո՛յ եւ իցէ ախտագործ պատճառի: Յախտագործ տեղիսն շնչեցեալ օդ. Բրս. չար … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)